- αιολομητης
- αἰολομήτης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αἰολομήτης — αἰολόμητις full of various wiles masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰολομήτης full of various wiles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολομήτην — αἰολομήτης full of various wiles masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιολόμητις — αἰολόμητις ( ιος) και αἰολομήτης, ο (Α) αυτός που χρησιμοποιεί ποικίλα τεχνάσματα, πολυμήχανος, παμπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μῆτις «σχέδιο, επιχείρηση»] … Dictionary of Greek